αλευροπώλης

αλευροπώλης
ο хозяин мучной лавки; торговец мукой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλευροπώλης" в других словарях:

  • αλευροπώλης — ο αυτός που πουλάει άλευρα, αλευράς, αλευρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροπωλείο] …   Dictionary of Greek

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της …   Dictionary of Greek

  • αλευρέμπορος — ο έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + έμπορος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο] …   Dictionary of Greek

  • αλευροπωλείο — το [αλευροπώλης] κατάστημα πώλησης αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • αλφιτοπώλης — ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης 2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά τής Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον( α) + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»